-
1 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
2 мундштук
1. тех. το ακροφύσιο 2. муз. τοεπιστόμιο (του μουσικού πνευστού οργάνου)3.(табачная трубка) η πίπα (του τσιγάρου)фильтрующую (в сигаретах) - του φιλτραρίσματος, разг. το φίλτρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мундштук